- συνεκπορεύομαι
- συνεκπορεύομαι (Polyb. 6, 32, 5; Judg 11:3 A; 13:25 B) impf. mid. go out with someone understood Ac 3:11 D.—DELG s.v. πόρος.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συνεκπορεύομαι — Α [ἐκπορεύομαι] εξέρχομαι μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek
συνεκπορευθέν — συνεκπορεύομαι go forth together with aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκπορευομένοις — συνεκπορεύομαι go forth together with pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκπορευομένου — συνεκπορεύομαι go forth together with pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκπορεύεσθαι — συνεκπορεύομαι go forth together with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)